Τι είναι το Black Angus

Τι είναι το Black Angus

Μοσχάρι Ράτσας Black Angus: 

Το Black Angus (ή Aberdeen Angus) είναι μία βρετανική φυλή βοοειδών κρεοπαραγωγής με καταγωγή από τη Σκωτία. Ξεχωρίζει για το μαύρο τρίχωμα και τη φυσική απουσία κεράτων (polled). Θεωρείται από τις πλέον φημισμένες φυλές παραγωγής βοδινού κρέατος παγκοσμίως και έχει εξαχθεί σε πάνω από 60 χώρες. Οι Angus έχουν μικρό έως μεσαίο μέγεθος, ανθεκτικότητα σε σκληρές καιρικές συνθήκες, πρώιμη ωριμότητα και ικανότητα παραγωγής κρέατος υψηλής ποιότητας με πλούσια μαρμαροποίηση. Χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά, η φυλή Angus έχει γίνει κυρίαρχη στη βιομηχανία βοδινού κρέατος σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αργεντινή, η Αυστραλία και άλλες. Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη αναφορά που καλύπτει τις κύριες χώρες εκτροφής και τις συνθήκες που επικρατούν, τις προδιαγραφές εκτροφής, τις ιδιότητες του κρέατος, τη σύγκριση του Black Angus με άλλες φυλές, καθώς και παραδείγματα σημαντικών φαρμών και εταιρειών του κλάδου.

Χώρες Εκτροφής και Συνθήκες

Αγελάδα με μοσχαράκι Black Angus σε ορεινό βοσκότοπο. Τα Angus προσαρμόζονται εύκολα και συχνά εκτρέφονται ελεύθερα σε λιβάδια, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλη παράδοση βοσκοτροφίας.

Η φυλή Black Angus εκτρέφεται συστηματικά σε πολλές χώρες, με κάποιες από τις σημαντικότερες να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Αργεντινή και η Σκωτία (γενέτειρα της φυλής), μεταξύ άλλων. Ακολουθεί μια επισκόπηση ανά χώρα, με έμφαση στις επικρατούσες μεθόδους και συνθήκες εκτροφής:

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ)

Στις ΗΠΑ το Black Angus είναι η δημοφιλέστερη φυλή βοοειδών κρέατος, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της αμερικανικής βιομηχανίας βοδινού. Τα περισσότερα βοοειδή Angus εκτρέφονται αρχικά σε ανοιχτές εκτάσεις (ράντσα), όπου βόσκουν ελεύθερα σε βοσκότοπους. Στη συνέχεια, η συνήθης πρακτική είναι η εντατική πάχυνση σε feedlots (μονάδες σταβλισμένης πάχυνσης) για τους τελευταίους μήνες πριν τη σφαγή. Σε αυτά τα feedlots, η διατροφή βασίζεται σε σιτηρά (κυρίως καλαμπόκι, σόγια και σιτάρι), με στόχο την ταχεία αύξηση βάρους και την έντονη μαρμαροποίηση του κρέατος. Το μοντέλο αυτό επικράτησε μεταπολεμικά στις ΗΠΑ, όταν περίσσεια καλαμποκιού χρησιμοποιήθηκε ως ζωοτροφή για βόεια – πρακτική που αύξησε το ενδομυϊκό λίπος αλλά απαίτησε συμπληρωματική χρήση αντιβιοτικών και ορμονών για την υγεία και την ταχεία ανάπτυξη των ζώων. Περίπου το 90% του βοδινού κρέατος στις ΗΠΑ παράγεται με αυτόν τον εντατικό τρόπο (feedlot/CAFO). Το αποτέλεσμα είναι βοδινό με υψηλή συνεκτικότητα ποιότητας και πλούσιο μαρμάρισμα – στοιχείο βάσει του οποίου ταξινομείται το αμερικανικό κρέας στο σύστημα USDA (βλ. παρακάτω). Παράλληλα, στις ΗΠΑ έχει αναπτυχθεί και ένα αυστηρό πρόγραμμα πιστοποίησης ειδικά για Angus, το Certified Angus Beef (CAB), το οποίο συνεργάζεται με εκτροφείς σε όλη τη χώρα. Τα ζώα επιλέγονται βάσει μορφολογίας (μαύρο χρώμα τριχώματος τουλάχιστον 51%) για να επιβεβαιωθεί η γενετική προέλευση Angus, και μόνο τα σφάγια που πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητας (ανώτερη βαθμίδα μαρμαροποίησης κ.ά.) φέρουν το σήμα CAB (περίπου το 30% των Angus πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις). Συνολικά, η εκτροφή Black Angus στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από εντατικές πρακτικές βελτιστοποίησης της απόδοσης (επιλεκτική αναπαραγωγή για ταχεία ανάπτυξη, grain-finish διατροφή, εξειδικευμένα προγράμματα ποιότητας). Αυτό έχει καταστήσει το αμερικανικό Angus συνώνυμο του υψηλής ποιότητας και τρυφερού βοδινού κρέατος, με ευρεία αποδοχή στην εγχώρια και διεθνή αγορά.

Καναδάς

Ο Καναδάς έχει ανάλογη παράδοση με τις ΗΠΑ στην εκτροφή Angus, καθώς το Angus είναι και εδώ κυρίαρχη φυλή βοοειδών κρεοπαραγωγής. Οι κλιματικές συνθήκες (μακριοί, ψυχροί χειμώνες σε μεγάλο μέρος της χώρας) σημαίνουν ότι τα βοοειδή Angus βόσκουν τους θερμότερους μήνες σε βοσκότοπους και τον χειμώνα συχνά τρέφονται με αποθηκευμένες ζωοτροφές (σανό, ενσίρωμα) ή σε κάποιες περιπτώσεις σταβλίζονται για προστασία από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η τελική πάχυνση των Angus στον Καναδά γίνεται επίσης κατά κανόνα με σιτηρέσια δημητριακών (κριθάρι, καλαμπόκι κ.λπ.), συχνά σε feedlots στην Αλμπέρτα και άλλες κεντρικές περιοχές, για να επιτευχθεί υψηλός βαθμός μαρμάρωσης πριν από τη σφαγή – πρακτική που βελτιώνει την κατάταξη των σφαγίων στις καναδικές βαθμίδες ποιότητας (Canada Prime, AAA κ.λπ.). Ο Καναδάς διαθέτει δικό του πρόγραμμα Angus (Canadian Angus Rancher Endorsed) και οι ενώσεις εκτροφέων δίνουν έμφαση στη γενετική καθαρότητα και στα εκτεταμένα εκτρεφόμενα κοπάδια. Όπως και στις ΗΠΑ, το Angus κρέας στον Καναδά είναι γνωστό για την υψηλή τρυφερότητα και γεύση του, με σημαντικό μέρος της παραγωγής να εξάγεται (ιδίως προς τις ΗΠΑ και την Ασία). Σημειώνεται ότι η προσαρμοστικότητα των Angus στο κρύο κλίμα είναι πλεονέκτημα, καθώς το πυκνό τρίχωμα και το συμπαγές σώμα τα βοηθούν να αντέχουν σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ η έμφυτη ικανότητα πάχυνσης τα καθιστά ιδανικά για παραγωγή ποιοτικού κρέατος ακόμη και σε σκληρά περιβάλλοντα.

Αυστραλία

Η Αυστραλία έχει εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής βοδινού και η φυλή Angus διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Τα Angus είναι από τις δημοφιλέστερες ράτσες εκεί, αποτελώντας περίπου το 25% των καταγεγραμμένων βοοειδών στη χώρα. Η εκτροφή στην Αυστραλία βασίζεται κατά κύριο λόγο σε εκτατικά συστήματα βοσκής: περίπου 97% του αυστραλιανού βοδινού παράγεται σε λιβαδικές εκτάσεις (grass-fed) με τα βοοειδή να βόσκουν ελεύθερα σχεδόν όλο το έτος. Η εύκρατη και ημιτροπική κλιματική ζώνη της Αυστραλίας επιτρέπει βόσκηση 12 μήνες τον χρόνο σε πολλές περιοχές, γεγονός που διαφοροποιεί την Αυστραλιανή πρακτική από την βορειοαμερικανική. Τα Angus εκεί συχνά μεγαλώνουν εξ ολοκλήρου σε βοσκότοπους, με φυσική διατροφή από γρασίδι και τριφύλλι, κάτι που αποδίδει άπαχοτερο κρέας με “προφίλ χόρτου” στη γεύση. Ωστόσο, η Αυστραλία διαθέτει και σημαντικό κλάδο εντατικής πάχυνσης με σιτηρά (grain-fed feedlots) ειδικά για την παραγωγή premium μαρμαρωμένου κρέατος για εξαγωγές (κυρίως προς αγορές όπως η Ιαπωνία, Κορέα κ.ά.). Περίπου το 30–40% του βοδινού που παράγεται στην Αυστραλία προέρχεται από βοοειδή που έχουν περάσει ένα τελικό στάδιο πάχυνσης σε feedlot με σιτηρά. Συνήθης πρακτική είναι η πάχυνση Grain-Fed 100 ημερών ή 150 ημερών για Angus, ώστε να επιτευχθεί υψηλός βαθμός μαρμαροποίησης σύμφωνα με το σύστημα βαθμολόγησης MSA (Meat Standards Australia). Ταυτόχρονα, η Αυστραλία πρωτοστατεί στην βιολογική/οργανική εκτροφή Angus: Διαθέτει τις μεγαλύτερες εκτάσεις πιστοποιημένων οργανικών βοσκοτόπων παγκοσμίως (35,7 εκατομμύρια εκτάρια), γεγονός που επιτρέπει την παραγωγή πιστοποιημένου βιολογικού Angus σε μεγάλη κλίμακα. Η χρήση αυξητικών ορμονών είναι περιορισμένη στην Αυστραλία και πολλοί παραγωγοί (π.χ. εταιρείες όπως η 2GR του ομίλου Hancock Agriculture) δίνουν έμφαση στην φυσική εκτροφή χωρίς αντιβιοτικά και ορμόνες, σε συνδυασμό με πρακτικές ευζωίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι το αυστραλιανό Angus προσφέρει μια εναλλακτική ποιότητα κρέατος: λίγο πιο άπαχο και με γρασίδινοάρωμα όταν είναι grass-fed, ή εξαιρετικά μαρμαρωμένο και τρυφερό όταν είναι grain-finished, πάντοτε όμως με υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας και ιχνηλασιμότητας λόγω του αυστηρού αυστραλιανού συστήματος ελέγχων.

Αργεντινή

Η Αργεντινή ιστορικά φημίζεται για το βοδινό κρέας της και το Black Angus έχει ενσωματωθεί πλήρως σε αυτή την παράδοση. Οι απέραντες πεδιάδες (Pampas) προσφέρουν άφθονα φυσικά βοσκοτόπια, όπου τα Angus και άλλες βρετανικές φυλές (π.χ. Hereford) βόσκουν ελεύθερα. Παραδοσιακά, το αργεντίνικο σύστημα εκτροφής ήταν εξ’ ολοκλήρου grass-fed: τα βοοειδή τρέφονται με φυσικά αγρωστώδη και βότανα των λιβαδιών, χωρίς προσθήκη συμπυκνωμένων ζωοτροφών, μέχρι την ηλικία σφαγής (συχνά 2–3 ετών). Αυτό προσδίδει στο κρέας μια χαρακτηριστική λεπτή γεύση και άπαχη υφή, καθιστώντας το αργεντίνικο Angus περιζήτητο για παραδοσιακές παρασκευές όπως το asado (ψήσιμο σε ανοικτή φωτιά). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεταβολή: αυξανόμενο ποσοστό των βοοειδών στην Αργεντινή περνά από τελικά στάδια φινιρίσματος με σιτηρά σε περιφραγμένους χώρους (feedlots/“corrals”) προτού διατεθούν στην αγορά. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ένα μεγάλο μέρος του βοδινού που σερβίρεται σήμερα σε αστικές parrillas (ψητοπωλεία) προέρχεται από ζώα που έχουν σιτευτεί με σιτηρά για συγκεκριμένο διάστημα, παρά τη διαδεδομένη εικόνα των ελευθέρας βοσκής Pampas. Αυτό το υβριδικό μοντέλο (grass-fed έως ~18 μηνών, μετά grain-finish για μερικούς μήνες) επιλέχθηκε για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η συνέπεια στην ποιότητα, δεδομένης της αυξημένης ζήτησης και καινοτομιών στον κλάδο. Εντούτοις, εξακολουθούν να υπάρχουν παραγωγοί και εστιατόρια που προσφέρουν 100% grass-fed Angus με πιστοποιημένη ιχνηλασιμότητα, ικανοποιώντας τους γνώστες που αναζητούν την αυθεντική γεύση των Pampas. Η Αργεντίνικη Ένωση Angus(Asociación Argentina de Angus) είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση της γενετικής καθαρότητας και στην προώθηση του Angus ως premium κρέας. Γενικά, στην Αργεντινή το Angus συνήθως σφάζεται σε ηλικίες 2–3 ετών, αποδίδοντας κρέας με εξαιρετική γεύση, ελαφρώς πιο άπαχο από το βορειοαμερικανικό, αλλά πολύ τρυφερό λόγω της παρατεταμένης βόσκησης σε φυσικό περιβάλλον.

Σκωτία (Ηνωμένο Βασίλειο)

Η Σκωτία είναι ο τόπος προέλευσης της φυλής (νομοί Aberdeen και Angus), και μέχρι σήμερα το Aberdeen Angus κατέχει ιδιαίτερη θέση στη βρετανική κρεοπαραγωγή. Στη Σκωτία και γενικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκτροφή Angus γίνεται κυρίως σε εκτατικά πρότυπα: τα ζώα βόσκουν σε πράσινα λιβάδια, συχνά σε λοφώδεις εκτάσεις με πλούσια βλάστηση. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις είναι μικρότερες κλίμακας από ότι στην Αμερική ή Αυστραλία, με έμφαση στην ποιότητα παρά στην ποσότητα. Τα Angus συνήθως εκτρέφονται εξ ολοκλήρου με χόρτο, ενώ προς το τέλος μπορεί να λάβουν ένα ήπιο φινίρισμα με δημητριακά (π.χ. κριθάρι) για 1–2 μήνεςπριν τη σφαγή, το οποίο γίνεται συνήθως γύρω στους 24–30 μήνες ηλικίας. Αυτό το ήπιο grain finishing “on farm” βελτιώνει ελαφρώς τη μαρμαροποίηση χωρίς να αλλοιώνει τον χαρακτήρα του grass-fed κρέατος. Η φιλοζωίακαι οι παραδοσιακές πρακτικές έχουν μεγάλη σημασία: τα Angus στη Βρετανία συχνά εκτρέφονται σε υπαίθρια συστήματα όλο το χρόνο, με εξαίρεση κάποιες πολύ δυσμενείς χειμερινές περιόδους όπου μπορεί να σταβλιστούν για σύντομα διαστήματα. Η βόσκηση γίνεται σε περιστρεφόμενα λιβάδια (rotational grazing) ώστε να διατηρείται η βλάστηση θρεπτική – μια πρακτική που συντελεί στην καλύτερη θρέψη των ζώων και περισσότερο ενδομυϊκό λίπος χωρίς εντατική πάχυνση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχει επίσημο σύστημα βαθμολόγησης κρέατος τύπου USDA για τους καταναλωτές, όμως το όνομα “Aberdeen Angus” είναι από μόνο του εμπορικό σήμα ποιότητας. Πολλά τοπικά κρεοπωλεία και σούπερ μάρκετ διαθέτουν πιστοποιημένο Angus από μέλη της Aberdeen-Angus Cattle Society, η οποία ελέγχει τη γενεαλογία. Η ξηρή ωρίμανση (dry-aging)εφαρμόζεται ευρέως στη Βρετανία για το κρέας Angus, αναδεικνύοντας τη γεύση του. Συνολικά, το σκωτσέζικο Angus κρέας είναι γνωστό για το βάθος γεύσης του (“beefy” γεύση), την τρυφερότητα και το βαθύ κόκκινο χρώμα του – αποτελέσματα της αργής εκτροφής σε φυσικό περιβάλλον.

Άλλες Χώρες

Εκτός από τις παραπάνω, το Black Angus είναι δημοφιλές και εκτρέφεται με επιτυχία σε πολλές ακόμη χώρες. Νέα Ζηλανδία: παρόμοιο σύστημα με την Αυστραλία, κυρίως grass-fed Angus σε εύφορα βοσκοτόπια, αποδίδοντας άπαχο τρυφερό κρέας. Ουρουγουάη: έχει αντίστοιχο προφίλ με την Αργεντινή – εκτεταμένες Pampas και ελευθέρα βοσκή Angus, με τη χώρα να εξάγει μεγάλες ποσότητες “Ουρουγουανό Angus” υψηλής ποιότητας. Βραζιλία: αν και κυριαρχούν οι Zebu φυλές λόγω κλίματος, σε νότιες περιοχές με εύκρατο κλίμα αναπτύχθηκε η εκτροφή Angus και Brangus (διασταύρωση Angus x Brahman) για βελτίωση ποιότητας κρέατος. Νότια Αφρική: το Angus έχει εισαχθεί και χρησιμοποιείται ευρέως σε διασταυρώσεις για βελτίωση μαρμαρότητας στο βοδινό. Ευρώπη: Σε χώρες όπως Ιρλανδία και Γαλλία, το Angus κερδίζει έδαφος ως εναλλακτική σε ντόπιες φυλές, με συστήματα εκτροφής γρασιδιού. Γενικά, η προσαρμοστικότητα της φυλής (σε κρύα, ζέστη, υγρά ή ξηρά κλίματα) την έχει καταστήσει διεθνή φυλή: από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι τη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Ωκεανία και ακόμη και τμήματα της Ασίας, το όνομα “Angus” συνδέεται με αξιόπιστη παραγωγή ποιοτικού βοδινού κρέατος.

Εκτροφικές Προδιαγραφές και Τεχνικές

Σε αυτή την ενότητα εξετάζονται οι βασικές προδιαγραφές και πρακτικές που ακολουθούνται στην εκτροφή Black Angus προκειμένου να επιτευχθεί υψηλή ποιότητα κρέατος. Αυτό περιλαμβάνει ζητήματα γενετικής καθαρότητας της φυλής, το είδος της διατροφής (χόρτο έναντι σιτηρών), το περιβάλλον και τις συνθήκες διαβίωσης, την ηλικία σφαγής, καθώς και τις τεχνικές ωρίμανσης του κρέατος μετά τη σφαγή (π.χ. υγρή ή ξηρή ωρίμανση). Όλες αυτές οι παράμετροι συνδυάζονται για να διαμορφώσουν τα τελικά ποιοτικά χαρακτηριστικά για τα οποία φημίζεται το Angus.

Γενετική Καθαρότητα και Φυλετικά Χαρακτηριστικά

Το γενετικό υπόβαθρο των ζώων παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα του παραγόμενου κρέατος. Η φυλή Black Angus έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (μαύρο χρώμα, χωρίς κέρατα, συμπαγές σωματότυπο, υψηλή τάση για ενδομυϊκό λίπος) που την κάνουν περιζήτητη. Για να διατηρηθούν αυτά τα γνωρίσματα, πολλοί εκτροφείς εφαρμόζουν ελεγχόμενη αναπαραγωγή και καταγραφή γενεαλογιών (Herd Book). Σε αγορές όπως η Βόρεια Αμερική, ο όρος “Angus” μπορεί να περιλαμβάνει και διασταυρώσεις με Angus επιρροή. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα Certified Angus Beef ορίζει ότι τα ζώα πρέπει να είναι Angus τύπου – αναγνωρίζονται φαινοτυπικά από το κυρίως μαύρο τρίχωμα (τουλάχιστον 51% της επιφάνειας), χαρακτηριστικό που θεωρείται αξιόπιστος δείκτης γενετικής Angus. Επιπλέον, αποκλείονται ζώα με ενδείξεις φυλών γαλακτοπαραγωγής ή Zebu (Bos indicus), ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει επιρροή από Holstein ή Brahman τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα του κρέατος. Στις ΗΠΑ και Καναδά, τα καθαρόαιμα Angus ζώα είναι εγγεγραμμένα στις ενώσεις (American/Canadian Angus Association) και φέρουν γενετικές πιστοποιήσεις. Ωστόσο, σημαντικό ποσοστό του εμπορικού αγελαδινού πληθυσμού είναι σταυλισμένο Angus (Angus crossbreds) – συνήθως διασταύρωση με Hereford ή άλλες φυλές – για συνδυασμό πλεονεκτημάτων, όπως η διασταυρωτική ζωτικότητα (heterosis). Παρ’ όλα αυτά, το βασικό ζητούμενο στις εκτροφικές προδιαγραφές είναι η διατήρηση των κληρονομικών γνωρισμάτων Angus που συνεισφέρουν στην ποιότητα κρέατος: η ικανότητα εναπόθεσης λίπους ενδομυϊκά, η καλή μετατρεψιμότητα τροφής σε μάζα, η ευκολία τοκετών και η ανθεκτικότητα. Σημαντικό ρόλο παίζει και η επιλογή των αναπαραγωγών (γεννητόρων). Οι ταύροι και αγελάδες αναπαραγωγής αξιολογούνται για το γενετικό τους προφίλ (μέσω EPDs – expected progeny differences στη Β. Αμερική) σχετικά με χαρακτηριστικά όπως ρυθμός ανάπτυξης, μάρμαρο, πάχος λίπους, μορφολογία σφαγίου κ.ά., ώστε να βελτιώνεται διαρκώς το κοπάδι. Εν τέλει, είτε πρόκειται για 100% καθαρόαιμα Angus είτε για διασταυρώσεις με υψηλή περιεκτικότητα Angus, οι εκτροφείς ακολουθούν προδιαγραφές που διασφαλίζουν ότι τα ζώα που προορίζονται για την premium αγορά φέρουν τα επιθυμητά γονίδια για εκλεκτό, τρυφερό κρέας.

Διατροφή: Grass-Fed vs Grain-Fed

Η διατροφή των Angus είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα και τη σύνθεση του κρέατος. Όπως ισχύει για όλα τα βοοειδή, τα μοσχάρια Angus ξεκινούν τη ζωή τους θηλάζοντας γάλα και στη συνέχεια περνούν μήνες βόσκησης σε λιβάδια, καταναλώνοντας γρασίδι και χόρτα. Όλα τα βοοειδή είναι grass-fed στο αρχικό στάδιο της ζωής τους και περνούν τον περισσότερο χρόνο τους σε βοσκότοπους τρώγοντας χορτάρι. Η διαφορά προκύπτει στο τελικό στάδιο πάχυνσης (finishing):

  • Grass-Finished (100% Grass-Fed): Σε αυτή την περίπτωση, τα Angus δεν λαμβάνουν ποτέ σιτηρά. Συνεχίζουν να βόσκουν ή να τρέφονται με χορτονομή (π.χ. σανό, μηδική) μέχρι τη σφαγή. Αυτό συνήθως σημαίνει μεγαλύτερο χρόνο εκτροφής – συχνά 24 έως 30 μήνες ώστε να φτάσουν σε επιθυμητό βάρος. Το κρέας καθαρά grass-fed Angus είναι συνήθως πιο άπαχο, με λιγότερο συνολικό λίπος, και αποκτά μια πλούσια “γήινη” γεύση που οφείλεται στα διάφορα αγριόχορτα της βοσκής. Επίσης παρουσιάζει διαφορετικό προφίλ λιπαρών οξέων: περιέχει περισσότερα ωμέγα-3 λιπαρά και συζευγμένο λινολεϊκό οξύ (CLA), τα οποία συνδέονται με οφέλη υγείας. Από την άλλη, η παντελής έλλειψη σιτηρών σημαίνει ότι η μαρμαροποίηση είναι χαμηλότερη και η υφή ενδέχεται να είναι ελαφρώς πιο στεγνή ή σκληρή αν το ζώο είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Πολλοί καταναλωτές εκτιμούν το grass-fed Angus ως πιο “φυσικό” και υγιεινό, ενώ άλλοι το βρίσκουν λιγότερο τρυφερό από το grain-fed. Σημειώνεται ότι για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν ως “Grass-Fed” σε ορισμένες αγορές (π.χ. ΗΠΑ) πρέπει το ζώο να μην έχει λάβει καθόλου σιτηρά, κάτι που καθιστά την εκτροφή πιο δαπανηρή και χρονοβόρα (γι’ αυτό το 100% grass-fed beef αποτελεί μικρό ποσοστό της αγοράς, π.χ. ~4–5% στις ΗΠΑ).

  • Grain-Finished (Grain-Fed): Πρόκειται για την κυρίαρχη πρακτική σε αγορές όπως η Β. Αμερική. Τα Angus μετά από ένα διάστημα βόσκησης μεταφέρονται σε μονάδες πάχυνσης όπου σιτίζονται με σιτηρά (καλαμπόκι, σόργο, σόγια κ.ά.) και συμπυκνώματα για 90–200 ημέρες συνήθως. Η σιτηρή διατροφήείναι πλούσια σε ενέργεια, με αποτέλεσμα τα ζώα να παχαίνουν ταχύτερα – μπορούν να φτάσουν στο βάρος σφαγής ακόμη και στους 16–18 μήνες. Το σημαντικότερο: η κατανάλωση αμυλούχων σιτηρών προάγει την εναπόθεση ενδομυϊκού λίπους (μαρμαροποίηση) στο κρέας. Έτσι, τα grain-fed Angus πετυχαίνουν υψηλές βαθμολογίες μαρμαροποίησης και συχνά κατατάσσονται σε ανώτερες ποιοτικές βαθμίδες (USDA Choice και Prime, MSA ρίγες μαρμάρου 3–5 κ.λπ.). Το κρέας τους είναι εξαιρετικά τρυφερό, ζουμερό και πλούσιο σε γεύση, με μια χαρακτηριστική “βουτυρώδη” αίσθηση λόγω του υψηλού λίπους. Ωστόσο, η μονομερής κατανάλωση σιτηρών δεν είναι η φυσική διατροφή των μηρυκαστικών και απαιτεί προσεκτική διαχείριση: συνήθως προστίθενται σταδιακά τα σιτηρά στη δίαιτα ώστε να προσαρμοστεί η μικροβιακή πανίδα της μεγάλης κοιλίας. Συχνά, στα feedlots δίνονται και πρόσθετα (π.χ. βιταμίνες, ιχνοστοιχεία) και εφαρμόζονται πρωτόκολλα υγείας (εμβολιασμοί, προληπτικά αντιβιοτικά) για να διασφαλιστεί η ευζωία των ζώων σε συνθήκες πυκνής συμβίωσης. Το grain-fed Angus κρέας έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε συνολικό λίπος και περισσότερο ωμέγα-6 λιπαρά, καθώς και υψηλότερο ποσοστό μονοακόρεστων λιπαρών (ελαϊκό οξύ) που συνδέονται με τη “πλούσια” γεύση του. Στις ΗΠΑ έχει επικρατήσει το πρότυπο αυτό, διότι προσδίδει ομοιομορφία και προβλεψιμότητα στο τελικό προϊόν – κάθε μπριζόλα grain-fed Angus είναι πιθανότερο να είναι τρυφερή και παχύρευστη, χωρίς μεγάλες αποκλίσεις.

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει “καλύτερη” μέθοδος διατροφής, αλλά μάλλον διαφορετικά προϊόντα: το grass-fed Angus δίνει έμφαση στην φυσικότητα και τη λιποαναλογία κρέατος προς πρωτεΐνη (συχνά προτιμάται από όσους θέλουν πιο άπαχο και με ιδιαίτερο terroir γεύσης κρέας), ενώ το grain-fed Angus δίνει έμφαση στην πολυτελή υφή, το άφθονο μαρμαρομένο λίπος και την έντονη, γλυκιά γεύση που αγαπούν πολλοί καλοφαγάδες. Ανεξαρτήτως μεθόδου, και οι δύο τύποι μπορούν να παράγουν υψηλής ποιότητας κρέας αρκεί η εκτροφή να γίνεται σωστά. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν πλέον και υβριδικά μοντέλα (π.χ. εκτροφή με χόρτο και τελική πάχυνση με ένα μικρό ποσοστό σιτηρών για περιορισμένο διάστημα) προκειμένου να βρεθεί ισορροπία μεταξύ γεύσης και φυσικότητας.

Περιβάλλον Εκτροφής και Ευζωία

Τα Black Angus φημίζονται για την ανθεκτικότητά τους και την προσαρμοστικότητα σε διάφορα περιβάλλοντα. Αυτό επιτρέπει στους εκτροφείς να τα διατηρούν εκτός σταβλου το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Σε πολλές χώρες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Ν. Αμερική) τα Angus περνούν τη ζωή τους σε ανοιχτές εκτάσεις– από τις επίπεδες πεδιάδες μέχρι τους κυλιόμενους λόφους – έχοντας ελεύθερη κίνηση και κοινωνική συμπεριφορά σε αγέλες. Το περιβάλλον εκτροφής συνδέεται άμεσα με την ευζωία αλλά και με ορισμένες παραμέτρους ποιότητας κρέατος (π.χ. το στρες επηρεάζει το pH και τρυφερότητα του κρέατος).

Στα εκτατικά συστήματα (free-range), τα Angus εκτίθενται στα στοιχεία της φύσης και χρειάζονται ελάχιστη φροντίδα: η ανθεκτική τους φύση σημαίνει λιγότερες απαιτήσεις σε καταφύγια – η σκούρα επιδερμίδα και οι χρωματισμένοι μαστοί της φυλής τα προστατεύουν από ηλιακά εγκαύματα και καρκινώματα των ματιών, που μπορεί να πλήξουν άλλες φυλές. Επιπλέον, η φυσική απουσία κεράτων εξαλείφει τραυματισμούς και την ανάγκη κοπής κεράτων, βελτιώνοντας την ευζωία και την ασφάλεια στο κοπάδι. Σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, τα Angus συχνά παραμένουν έξω όλο το έτος, βρίσκοντας φυσική προστασία σε δενδροστοιχίες ή τεχνητά υπόστεγα σε περιπτώσεις καταιγίδων. Σε ψυχρές περιοχές (π.χ. Καναδάς, Β. ΗΠΑ, Ευρώπη) είναι σύνηθες τον χειμώνα να έχουν πρόσβαση σε στάβλους ή υπόστεγα ώστε να αποφεύγουν το υπερβολικό ψύχος και να σιτίζονται με σανό όταν η χλόη δεν επαρκεί. Σε θερμές/υγρές περιοχές, όπως μέρη της Βραζιλίας ή του νότου των ΗΠΑ, τα Angus καθαρόαιμα ίσως να αντιμετωπίζουν δυσκολίες (λόγω χαμηλότερης αντοχής στη θερμότητα σε σχέση με Bos indicus φυλές) – γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ενίοτε διασταυρώσεις (Brangus) ή παρέχεται σκίαση και δροσερό νερό για να μετριαστεί το θερμικό στρες.

Αντιθέτως, στα εντατικά συστήματα πάχυνσης (feedlots), τα Angus διαβιούν σε περιφραγμένους χώρους με υψηλή πυκνότητα ζώων ανά έκταση. Εκεί το περιβάλλον είναι ελεγχόμενο: οι τροφή παρέχεται σε ταΐστρες, το νερό σε ποτίστρες και το έδαφος συχνά είναι γυμνό ή με υπόστρωμα (χώμα, άχυρο). Τα ζώα έχουν περιορισμένο χώρο κίνησης – αυτό γίνεται σκοπίμως ώστε να ελαχιστοποιείται η σπατάλη ενέργειας και οι θερμίδες να κατευθύνονται στην αύξηση βάρους. Παρότι αυτό βελτιστοποιεί την παραγωγικότητα, εγείρει ζητήματα ευζωίας: μεγάλος συνωστισμός μπορεί να προκαλέσει στρες ή τραυματισμούς, η μονομερής διατροφή με σιτηρά απαιτεί προσαρμογή για αποφυγή πεπτικών διαταραχών, ενώ συχνά εφαρμόζονται προληπτικές αγωγές (π.χ. αντιβιοτικά κατά την είσοδο στο feedlot) για αποτροπή ασθενειών. Οι σύγχρονες φάρμες όμως, ειδικά για premium παραγωγή Angus, λαμβάνουν μέτρα ευζωίας: επαρκής χώρος ανά ζώο, σκίαστρα, λάκτισμα με νερό για καθαρισμό και δροσιά, κτηνιατρική επίβλεψη και ελαχιστοποίηση του χρόνου παραμονής στο feedlot (συνήθως <180 ημέρες). Επιπλέον, όλο και περισσότερο υιοθετούνται πρωτόκολλα πιστοποίησης (π.χ. Certified Humane, Global GAP) που επιβάλλουν standards φροντίδας.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη μεταφορά και σφαγή: Για να διατηρηθεί η ποιότητα κρέατος υψηλή, τα Angus (όπως και κάθε βοοειδές) πρέπει να υφίστανται ελάχιστο στρες πριν και κατά τη σφαγή. Πολλές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τις αρχές της Temple Grandin στον σχεδιασμό σφαγείων (καμπύλοι διάδρομοι, ήπιοι χειρισμοί) για να αποφύγουν το φαινόμενο DFD (σκούρο, σταθερό, ξηρό κρέας λόγω στρες). Οι premium ετικέτες (CAB, Farm Assured κ.λπ.) ελέγχουν και αυτούς τους τομείς. Συνολικά, η εκτροφή Angus τείνει να ισορροπεί μεταξύ παραγωγικότητας και καλών πρακτικών ευζωίας – τόσο τα εκτατικά όσο και τα εντατικά συστήματα μπορούν να παράγουν εξαιρετικό κρέας, αρκεί να δίδεται προτεραιότητα στην υγεία και άνεση των ζώων σε κάθε στάδιο.

Ηλικία Σφαγής

Η ηλικία σφαγής ενός βοοειδούς επηρεάζει άμεσα την τρυφερότητα, τη γεύση και τη σύσταση του κρέατος. Τα Angus θεωρούνται πρώιμης ωρίμανσης φυλή – φτάνουν σε σωματική ανάπτυξη και κατάλληλη κατάσταση σφαγής σχετικά νωρίς, γύρω στους 18 μήνες. Ωστόσο, η ακριβής ηλικία σφαγής ποικίλει ανάλογα με το σύστημα εκτροφής και τους στόχους ποιότητας:

  • Σε εντατικά grain-fed προγράμματα (ΗΠΑ/Καναδάς), τα Angus σφάζονται συνήθως μεταξύ 16 και 20 μηνών. Όπως αναφέρθηκε, με τη βοήθεια της υψηλής θρεπτικής πυκνότητας σιτηρής διατροφής, τα ζώα μπορούν να φτάσουν ~600 kg βάρους σε αυτό το διάστημα. Το κρέας τέτοιων νεαρών ζώων (κατηγορία ηλικίας Α maturity, <30 μηνών) είναι εξαιρετικά τρυφερό, με μικρής διαμέτρου μυϊκές ίνες και ήπια γεύση. Όλα τα σφάγια Certified Angus Beef, για παράδειγμα, πρέπει να είναι A maturity (νεαρά), συνήθως 18-24 μηνών το πολύ. Η πρωιμότητα της σφαγής εξυπηρετεί τόσο την τρυφερότητα όσο και την οικονομία (μειωμένο κόστος εκτροφής ανά ζώο).

  • Σε grass-fed/εκτατικά συστήματα (Βρετανία, ΝΖ, Αργεντινή), η σφαγή γίνεται αργότερα, συχνά στους 24–30 μήνες ή και περισσότερο. Σε UK π.χ. ένας Angus μπορεί να χρειαστεί ~30 μήνες βοσκής για να φτάσει στο επιθυμητό βάρος. Το παρατεταμένο αυτό διάστημα επιτρέπει στο ζώο να εναποθέσει φυσικά κάποιο λίπος, αλλά παράλληλα το κρέας αναπτύσσει πληρέστερη γεύση (λόγω ηλικίας) και ελαφρώς πιο σφιχτή υφή. Ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτή την ηλικία, το λίπος του grass-fed ζώου παραμένει πιο “στεγνό” και έχει διαφορετική αίσθηση στο στόμα, ενώ η μεγαλύτερη ηλικία μπορεί να συνεισφέρει σε νωπή, “κρεατένια” επίγευση που πολλοί βρίσκουν ανώτερη. Η πρόκληση είναι ότι το κρέας ενδεχομένως χρειάζεται μεγαλύτερη ωρίμανση (aging) για να μαλακώσει επαρκώς (βλ. επόμενη ενότητα).

  • Σε συστήματα εκτατικά με τελικό grain finish (π.χ. Αυστραλία με 100 ημέρες grain), η ηλικία σφαγής τείνει να είναι 20–24 μήνες. Δηλαδή το Angus περνά ~18 μήνες σε βοσκή και μετά άλλους 3-6 μήνες σε feedlot. Αυτός ο συνδυασμός δίνει καλό μέγεθος σφαγίου και μαρμάρωμα, με σχετικά σύντομο κύκλο.

Τα περισσότερα προγράμματα πιστοποίησης premium θέτουν ως όριο οι σφάγια να είναι νεαρά (κάτω των 30 μηνών), καθώς πέρα από αυτή την ηλικία αρχίζει να εμφανίζεται ωριμότητα στους σπονδύλους και μειώνεται η βαθμολογία ποιότητας (οι μυς γίνονται πιο σκούροι και σκληροί). Για παράδειγμα, η κατάταξη USDA Prime/Choice είναι σχεδόν αποκλειστικά για νεαρά ζώα κατηγορίας Α (και Β ως ~30–36 μηνών). Στον Καναδά, η ανώτερη βαθμίδα (Canada Prime/AAA) επίσης απαιτεί νεαρής ηλικίας ζώα. Έτσι, οι εκτροφείς στοχεύουν να φέρουν τα Angus σε ιδανικό βάρος και πάχος λίπους εντός 24 μηνών το πολύ.

Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ηλικία δεν είναι από μόνη της πανάκεια: ένας καλά εκτρεφόμενος Angus 36 μηνών μπορεί να δώσει άριστο κρέας αν έχει σωστό φινίρισμα και επαρκή ωρίμανση μετά τη σφαγή. Ιδιαίτερα στην Ιαπωνία (με Wagyu αλλά και στα crossbred Angus-Wagyu), υπάρχουν περιπτώσεις σφαγής στα 30+ μήνες για μέγιστη κατάθεση λίπους. Για το κρέας Angus όμως που απευθύνεται στις κύριες αγορές, η βέλτιστη ηλικίαισορροπεί τρυφερότητα και γεύση, και συνήθως βρίσκεται γύρω στους 18–24 μήνες ανάλογα με το σύστημα πάχυνσης.

Ωρίμανση Κρέατος (Wet Aging vs Dry Aging)

Αφότου το Angus σφαγιαστεί και το κρέας τεμαχιστεί, η ωρίμανση (aging) είναι μια κρίσιμη τεχνική που πετυχαίνει περαιτέρω βελτίωση της τρυφερότητας και της γεύσης. Υπάρχουν δύο κύριες μέθοδοι ωρίμανσης βοδινού κρέατος, οι οποίες εφαρμόζονται ευρέως και στο Angus:

  • Υγρή Ωρίμανση (Wet Aging): Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη πρακτική στη βιομηχανία. Το κρέας τοποθετείται σε αεροστεγείς σακούλες κενού (vacuum packs) αμέσως μετά τον τεμαχισμό και φυλάσσεται σε ψύξη (~0–1°C) για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως 10 έως 21 ημέρες. Μέσα στη συσκευασία κενού, τα φυσικά ένζυμα του κρέατος διασπούν τις πρωτεΐνες και το συνδετικό ιστό με αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα το κρέας να γίνεται πιο τρυφερό όσο περνούν οι ημέρες. Επειδή δεν υπάρχει έκθεση στον αέρα, δεν σημειώνεται αφυδάτωση ούτε ανάπτυξη μούχλας στην επιφάνεια – το κρέας διατηρεί το βάρος του και το χρώμα του (έντονο κόκκινο). Η υγρή ωρίμανση δίνει ένα “καθαρό” γευστικό προφίλ, διατηρώντας κυρίως τα χαρακτηριστικά της φρέσκιας γεύσης του βοδινού. Πολλοί περιγράφουν τη γεύση wet-aged κρέατος ως λίγο “μεταλλική” ή “αιματώδη” σε σύγκριση με τη dry-aged, καθώς απουσιάζει η συμπύκνωση γεύσεων. Ωστόσο, η wet aging είναι δημοφιλής διότι είναι οικονομικά αποδοτική (μηδενικές απώλειες βάρους) και απλή – το κρέας ωριμάζει καθ’οδόν προς την αγορά (τυπικά, το διάστημα μεταφοράς και διανομής καλύπτει τον απαιτούμενο χρόνο ωρίμανσης). Όλο το vacuum-packed Angus κρέας στα σουπερμάρκετ είναι κατά βάση υγρής ωρίμανσης 2–3 εβδομάδων.

  • Ξηρή Ωρίμανση (Dry Aging): Αυτή είναι η παραδοσιακή μέθοδος που επανέρχεται δυναμικά στην premium αγορά. Το κρέας (συνήθως ολόκληρα πρωτογενή τεμάχια, π.χ. μπροστίσιο ή κόντρα φιλέτο με το κόκκαλο) κρεμιέται ή τοποθετείται σε ψυκτικό θάλαμο με ελεγχόμενη θερμοκρασία (~0–2°C) και υγρασία (~75–85%) και αφήνεται εκτεθειμένο στον αέρα για εβδομάδες ή και μήνες. Κατά τη διάρκεια της ξηρής ωρίμανσης, συμβαίνουν δύο βασικές διεργασίες: αφυδάτωση και ένζυμη αποδόμηση. Η αφυδάτωση συμπυκνώνει τη γεύση του κρέατος (καθώς η απώλεια νερού εντείνει τα υπόλοιπα γευστικά συστατικά), ενώ τα ένζυμα τρυφεροποιούν τους μυς όπως και στο wet aging. Επιπλέον, στην επιφάνεια του κρέατος αναπτύσσονται ευεργετικοί μύκητες και βακτήρια που δημιουργούν μοναδικές “φουντουκένιες” και “τυρένιες” νότες στη γεύση. Ένα καλά ξηρά ωριμασμένο Angus μπορεί να αποκτήσει πολύ πλουσιότερη umami γεύση και άρωμα, με την εσωτερική σάρκα να έχει πάρει σκούρο κόκκινο, σχεδόν μπορντό χρώμα. Η υφή επίσης αλλάζει: το κρέας γίνεται εξαιρετικά τρυφερό αλλά ταυτόχρονα “μεστὸ” στο μάσημα, κάτι που το διαφοροποιεί από το πιο μαλακό/σπογγώδες υγρής ωρίμανσης κρέας. Η ξηρή ωρίμανση συνήθως διαρκεί 21 έως 45 ημέρες για ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα, αλλά ορισμένοι πειραματίζονται με 60, 90 ή και 120 ημέρες για πολύ έντονο γευστικό προφίλ. Το μειονέκτημα είναι ότι το εξωτερικό στρώμα του κρέατος ξεραίνεται και μαυρίζει και πρέπει να αφαιρεθεί (άρα έχουμε απώλεια βάρους 15–20% ή και παραπάνω), γεγονός που καθιστά το dry-aged Angus ακριβότερο προϊόν. Επιπλέον, απαιτεί εξειδικευμένο χώρο και επίβλεψη. Παρόλα αυτά, πολλοί κορυφαίοι σεφ και κρεοπωλεία θεωρούν ότι η διαφορά αξίζει: «Η ξηρή ωρίμανση βαθαίνει το χρώμα και εντείνει τη νοστιμιά πολύ πιο αποτελεσματικά από την υγρή» σημειώνει χαρακτηριστικά ένας Βρετανός κρεοπώλης. Οι πελάτες επίσης διακρίνουν μια διαφορετική “βουτυράτη” υφή και επίγευση ξηρών καρπών στο ξηρά ωριμασμένο Angus, την οποία εκτιμούν ιδιαίτερα.

Συνοψίζοντας, για την μεγιστοποίηση της ποιότητας του Angus κρέατος, οι παραγωγοί συνήθως προβαίνουν σε κάποια περίοδο ωρίμανσης. Η υγρή ωρίμανση είναι σχεδόν δεδομένη (καθώς το κρέας ταξιδεύει συσκευασμένο), ενώ η ξηρή ωρίμανση αποτελεί ένα επιπρόσθετο στάδιο premium για ειδικές κοπές. Μια πρακτική είναι ο συνδυασμός: π.χ. 14 ημέρες υγρή + 14 ημέρες ξηρή ωρίμανση, ώστε να επωφεληθεί κανείς και από τα δύο. Όπως και να έχει, το Angus, χάρη στην υψηλή μαρμαροποίησή του, είναι ιδανικό για dry-aging (το ενδομυϊκό λίπος προστατεύει το κρέας από την ακραία ξήρανση και αλλοίωση, λειτουργώντας σαν μονωτής). Αυτός είναι ένας λόγος που πολλά ακριβοπληρωμένα steakhouse επιλέγουν Angus για τις dry-aged μπριζόλες τους – το αποτέλεσμα είναι μια μπριζόλα με έντονη, συγκεντρωμένη γεύση και μαλακή “γεμάτη” μπουκιά που αποζημιώνει τον καλοφαγά.

Ιδιότητες και Ποιότητα Κρέατος Black Angus

Το κρέας της φυλής Black Angus έχει αποκτήσει φήμη παγκοσμίως ως εξαιρετικής ποιότητας βοδινό, συχνά χρησιμοποιούμενο ως σημείο αναφοράς για σύγκριση με άλλες φυλές. Εδώ θα αναλύσουμε τις κύριες ιδιότητες του κρέατος Angus: τη μαρμαροποίηση, τη γεύση και τρυφερότητα, τη χημική/θρεπτική σύσταση, καθώς και πώς αξιολογείται σε συστήματα ποιοτικής κατάταξης όπως το USDA.

Μαρμαροποίηση (Intramuscular Fat)

Μαρμαροποίηση ονομάζουμε τις λεπτές λωρίδες ή στίγματα λίπους που διατρέχουν το άπαχο κρέας εντός του μυϊκού ιστού. Το Black Angus είναι περιώνυμο για την ικανότητά του να παράγει κρέας με υψηλή μαρμαροποίηση. Γενετικά, η κληρονομικότητα της μαρμαροποίησης είναι μέτρια προς υψηλή στη φυλή Angus, δηλαδή με κατάλληλη επιλογή ζώων η φυλή βελτιώνει σταθερά αυτό το χαρακτηριστικό. Το λίπος αυτό κατά το μαγείρεμα λιώνει μέσα στο κρέας, αυξάνοντας την ζουμερότητα και προσδίδοντας πλούσια γεύση. Η μαρμαροποίηση είναι στην πραγματικότητα ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες γευστικής απόλαυσης στο βοδινό: όσο περισσότερη (εντός ορίων), τόσο πιο τρυφερό και “buttery” γίνεται το κρέας.

Τα Angus υπερέχουν σε αυτό το πεδίο έναντι πολλών άλλων φυλών. Μελέτες και συγκριτικές δοκιμές έχουν δείξει ότι τα Angus τείνουν να έχουν σημαντικά υψηλότερα marbling scores από φυλές όπως π.χ. Hereford, Charolais ή ακόμη και έναντι διασταυρώσεων άλλων φυλών. Στην Αυστραλία, δοκιμές με διασταύρωση βοοειδών έδειξαν ότι οι σταυροί με Angus παρουσίασαν το μεγαλύτερο ενδομυϊκό λίπος και τις κορυφαίες βαθμολογίες στο σύστημα γευστικής αξιολόγησης MSA. Στις ΗΠΑ, μια αναλογία Angus αίματος 50%+ σε εμπορικά μοσχάρια συσχετίζεται με υψηλότερη πιθανότητα το σφάγιο να καταταγεί USDA Choice ή Prime (δηλαδή με αρκετό λίπος). Αυτός είναι και ο λόγος που έχει δημιουργηθεί πληθώρα εμπορικών σημάτων γύρω από το Angus – οι αγοραστές το ταυτίζουν με καλομαρμαρωμένο κρέας.

Ένα παράδειγμα ορατό με γυμνό μάτι: Οι δημοφιλείς ribeye και striploin μπριζόλες από Angus έχουν διάσπαρτα “σχέδια” λίπους που μοιάζουν με μάρμαρο – εξ ου και ο όρος. Στο μάτι ενός ειδικού, μια Angus ribeye συχνά πιάνει βαθμό Μάρμαρου USDA “Moderate” έως “Abundant”, δηλαδή τουλάχιστον όσο απαιτείται για την ανώτερη βαθμίδα Choice ή και Prime. Αντίθετα, πολλές άλλες φυλές δίνουν σφάγια που δυσκολεύονται να υπερβούν το “Select” (χαμηλής μαρμάρωσης). Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της American Angus Association, ένα 88–90% των καθαρόαιμων Angus σφαγίων επιτυγχάνουν βαθμό Choice ή καλύτερο, σε σύγκριση με ~65% για Hereford.

Ένα κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος Angus (entrecôte) με έντονη μαρμαροποίηση. Οι λευκές φλέβες λίπους μέσα στο μυ είναι δείκτης υψηλής ποιότητας – κρέας χαμηλότερης ποιότητας είναι σχεδόν τελείως άπαχο.

Το λίπος της μαρμαροποίησης είναι το “καλό” λίπος του μοσχαριού: αποτελείται κυρίως από μονοακόρεστα λιπαρά (π.χ. ολεϊκό οξύ), που λιώνουν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Έτσι, όταν ψήνουμε μια Angus μπριζόλα, η μαρμαροποίηση λιώνει και εμποτίζει το κρέας με ζουμερότητα και γεύση, δημιουργώντας αυτή τη χαρακτηριστική υφή που σχεδόν λιώνει στο στόμα. Η μαρμαροποίηση επίσης λειτουργεί σαν δίχτυ προστασίας: καθυστερεί την ξήρανση του κρέατος κατά το ψήσιμο, επιτρέποντας ένα ευρύ “περιθώριο σφάλματος” στον ψήστη (γι’ αυτό και οι πολύ μαρμαρωμένες μπριζόλες παραμένουν τρυφερές ακόμη κι αν ψηθούν λίγο παραπάνω).

Συμπερασματικά, η υψηλή μαρμαροποίηση είναι ίσως η πρωταρχική ιδιότητα που κάνει το Angus να ξεχωρίζει. Δεν είναι τυχαίο που η αγορά ζητάει μαρμαρωμένο βοδινό – όπως αναφέρει χαρακτηριστικά έκθεση κρέατος: «Η αγορά ζητά σφάγια με περισσότερη μαρμαροποίηση για να ικανοποιήσει τους καταναλωτές. Η χρήση Angus βοοειδών με την υπεροχή τους στη μαρμαροποίηση ανοίγει το δρόμο για πιο τρυφερό βόειο και αυξημένη αποδοχή από το κοινό».

Γεύση και Τρυφερότητα

Η γεύση του Black Angus βοδινού κρέατος περιγράφεται συχνά ως πλούσια, γεμάτη και “βοδινή” (beefy), με μια ελαφριά γλυκύτητα που προέρχεται από το μάρμαρο λίπος. Χάρη στη μαρμαροποίηση, όπως εξηγήθηκε, οι χυμοί του κρέατος είναι άφθονοι, δίνοντας μια “βουτυράτη” αίσθηση στο στόμα. Οι δοκιμαστές συχνά σημειώνουν ότι ένα καλό Angus steak έχει βαθιά ουμάμι γεύση, που ικανοποιεί τον ουρανίσκο χωρίς υπερβολικά καρυκεύματα. Σε σύγκριση με πιο άπαχο βοδινό, το Angus έχει πιο “στρογγυλή” γεύση – δηλαδή δεν είναι στεγνό ή ουδέτερο, αλλά ούτε έχει πολύ έντονες μεταλλικές ή αγριοκρέατες νότες που βρίσκουμε σε μεγαλύτερης ηλικίας ή grass-fed ζώα. Είναι μια ισορροπημένη γεύση που το κάνει ιδιαίτερα δημοφιλές σε ευρύ κοινό.

Όσον αφορά την τρυφερότητα, το Angus αριστεύει όταν εκτραφεί και επεξεργαστεί σωστά. Οι μύες των νεαρών Angus έχουν λεπτές ίνες, και σε συνδυασμό με το ενδομυϊκό λίπος που τους διαχωρίζει, προσφέρουν μαλακή υφή. Οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται το Angus steak ως “φυσικά τρυφερό”. Σε δοκιμές γευσιγνωστών, βοδινό από Angus (ιδίως grain-finished) λαμβάνει υψηλές βαθμολογίες τρυφερότητας – η ύπαρξη μαρμάρου αυξάνει και την αντιληπτή τρυφερότητα, καθώς το λίπος λιπαίνει τον ιστό κατά τη μάσηση. Επιπλέον, όπως αναφέραμε, η Angus φυλή επιτρέπει την επίτευξη τρυφερού κρέατος χωρίς ανάγκη σφαγής υπερβολικά μικρών ζώων – ακόμη και σε συμβατικές ηλικίες (18–24 μηνών) το Angus δίνει πολύ καλό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με κάποιες πιο μεγαλόσωμες φυλές που αν δεν φτάσουν στο πολύ βαρύ στάδιο μπορεί να δίνουν σκληρότερο κρέας.

Φυσικά, η γεύση και η τρυφερότητα δεν είναι απομονωμένες ιδιότητες – εξαρτώνται από την εκτροφή, τη διατροφή και την ωρίμανση όπως είδαμε. Για παράδειγμα, grain-fed Angus τείνει να έχει πιο γλυκιά, πλούσια γεύση και ίσως πιο μαλακή υφή λόγω μεγαλύτερης λιποπεριεκτικότητας, ενώ grass-fed Angus μπορεί να έχει πιο έντονη βοτανική γεύση και ελαφρώς πιο σφιχτή υφή. Όμως, σε σύγκριση με αντίστοιχα grain-fed ή grass-fed άλλων φυλών, το Angus σχεδόν πάντα δίνει ένα ποιοτικότερο προφίλ. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το Angus έχει θέσει τον “πήχη” για το πώς πρέπει να είναι η γεύση ενός καλού μοσχαρίσιου φιλέτου ή ribeye.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι στη χημεία της γεύσης εμπλέκονται και τα λιπαρά οξέα. Το λίπος του Angus (ιδιαίτερα αν είναι grain-finished) έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ολεϊκό οξύ, που συσχετίζεται με ευχάριστη γεύση. Επίσης, το χρώμα του λίπους παίζει ρόλο – σε grain-fed Angus το λίπος είναι λευκό έως κρεμ (ένδειξη νεότητας και διατροφής σε σιτηρά), ενώ σε grass-fed είναι κιτρινωπό λόγω βήτα-καροτίνης. Πολλοί καταναλωτές θεωρούν το λευκό λίπος αισθητικά πιο ελκυστικό. Η ώριμη γεύση των Angus μεγαλώνει επίσης με την ηλικία: ελαφρώς μεγαλύτερα ζώα αναπτύσσουν βαθύτερη γεύση. Αυτό εξηγεί γιατί ορισμένοι κρεοπώλες στη Βρετανία ή αλλού προτιμούν Angus 24-30 μηνών παρά 16 μηνών – «τα μεγαλύτερα ζώα δίνουν μια παιχνιδόλη γεύση που οι πελάτες μου λατρεύουν», λένε. Βέβαια, όπως σημειώθηκε, η ωρίμανση μετά τη σφαγή είναι απαραίτητη για να μελώσει το κρέας αυτών των ζώων και να μην υστερεί σε τρυφερότητα.

Συμπερασματικά, γεύση και τρυφερότητα είναι τα δύο πεδία όπου το Angus διαπρέπει. Έχει την φυσική ικανότητα να παράγει κρέας που είναι αβίαστα νόστιμο και μαλακό, προσφέροντας μια απολαυστική εμπειρία ακόμα και με απλό ψήσιμο. Γι’ αυτό στις τυφλές δοκιμές προτίμησης, το Angus κρέας συχνά κερδίζει ενάντια σε ανταγωνιστές: οι καταναλωτές περιγράφουν ότι “λείπει στο στόμα” και “κάθε μπουκιά είναι γεμάτη γεύση”, στοιχεία που το κάνουν ανώτερο έναντι πιο άπαχων ή λιγότερο τρυφερών εναλλακτικών.

Θρεπτική και Χημική Σύσταση

Το βοδινό κρέας Angus, εκτός από γευστικό, είναι και θρεπτικά πολύτιμο. Όπως όλα τα κόκκινα κρέατα, αποτελεί εξαίρετη πηγή πρωτεΐνης υψηλής ποιότητας – περίπου 20-22g πρωτεΐνης ανά 100g κρέατος. Είναι πλούσιο σε βιταμίνες Β (ειδικά Β12, που είναι απαραίτητη για το νευρικό σύστημα και την αιμοποίηση). Περιέχει επίσης σημαντικά ποσά από ψευδάργυρο (ενισχύει το ανοσοποιητικό), σίδηρο (αιμοποιητικό στοιχείο, σε αιμική μορφή που απορροφάται εύκολα) και σελήνιο. Ένα χαρακτηριστικό του Angus είναι ότι λόγω μαρμαρότητας έχει λίγο υψηλότερο συνολικό λίπος από ένα πολύ άπαχο κομμάτι άλλης φυλής, αλλά το λίπος αυτό έχει ευνοϊκό προφίλ: περιέχει μονοακόρεστα λιπαρά σε σημαντική αναλογία, ανάλογα με αυτά του ελαιολάδου. Με άλλα λόγια, ενώ σίγουρα το βοδινό έχει κορεσμένα λιπαρά, το Angus κρέας προσφέρει και “καλά” λιπαρά (όπως το ολεϊκό οξύ). Μάλιστα, έρευνες έχουν δείξει πως το λίπος από grain-fed Angus έχει μέχρι και ~50% μονοακόρεστα λιπαρά στα λιπίδια του.

Συγκρίνοντας grass-fed και grain-fed Angus θρεπτικά, έχουμε ορισμένες διαφορές: Το grass-fed Angus είναι πιο άπαχο κατά μέσο όρο, περιέχει περισσότερα ωμέγα-3 λιπαρά (αν και το απόλυτο ποσό ωμέγα-3 στο μοσχαρίσιο παραμένει μικρό σε σχέση με λιπαρά ψάρια) και υψηλότερα επίπεδα β-καροτίνης (η οποία δίνει το κίτρινο χρώμα στο λίπος) και συζευγμένου λινολεϊκού οξέος (CLA). Το grain-fed Angus έχει περισσότερο συνολικό λίπος και συνεπώς ελαφρώς υψηλότερες θερμίδες ανά 100g. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, μεγάλο μέρος αυτού είναι μονοακόρεστο, που θεωρείται ουδέτερο ή και ωφέλιμο για την καρδιαγγειακή υγεία όταν καταναλώνεται με μέτρο. Από άποψη χοληστερόλης, τα κόκκινα κρέατα περιέχουν περίπου 60-70 mg/100g, με το Angus να μην διαφέρει σημαντικά από άλλες φυλές.

Κάποιες μελέτες διατροφής έχουν δείξει ότι το βοδινό από Angus που είναι καλά μαρμαρωμένο μπορεί να αυξάνει την “καλή” HDL χοληστερόλη λόγω του περιεχομένου του σε ολεϊκό οξύ, αντίστοιχα με το ελαιόλαδο. Βέβαια, πάντα η σύσταση είναι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος να γίνεται σε πλαίσιο ισορροπημένης δίαιτας. Ένα φιλέτο Angus θεωρείται “λιτή πρωτεΐνη” όταν αφαιρεθεί το ορατό λίπος – π.χ. το ψαρονέφρι (tenderloin) ή το κιλότο έχουν λιγότερο από 5g λιπαρά/100g, εντασσόμενα στα άπαχα κρέατα.

Επιπλέον, στο Angus κρέας έχουν μετρηθεί σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις σε ταυρίνη, κρεατίνη και γλουταθειόνη, ουσίες που συμβάλλουν στον μεταβολισμό και έχουν αντιοξειδωτικές δράσεις. Η κρεατίνηειδικά είναι γνωστό ότι βρίσκεται σε αφθονία στο κόκκινο κρέας – γι’ αυτό πολλοί αθλητές καταναλώνουν μοσχάρι ως φυσική πηγή κρεατίνης για δύναμη. Το Angus, όντας κρέας υψηλής ποιότητας, προσφέρει όλα αυτά τα στοιχεία. Σε κάποιες ελληνικές πηγές αναφέρεται ότι το Angus είναι «πλούσιο σε κρεατίνη, πρωτεΐνες, βιταμίνη Β, σίδηρο, ψευδάργυρο» – πράγμα ακριβές.

Από χημική άποψη, αξίζει να τονιστεί ότι το Angus κρέας έχει υψηλή ικανότητα κατακράτησης νερού (water-holding capacity) λόγω της μαρμαρότητας, που σημαίνει ότι όταν μαγειρεύεται κρατά περισσότερους χυμούς. Επίσης παρουσιάζει άριστο χρώμα – το χρώμα του βοδινού επηρεάζεται από τη μυοσφαιρίνη, αλλά και από το pH. Το Angus σφαχτό, λόγω του συνήθως χαμηλού στρες, έχει ιδανικό pH γύρω στο 5.5, δίνοντας λαμπερό κόκκινο χρώμα στο κρέας (σε αντίθεση με στρεσαρισμένα DFD κρέατα που είναι σκούρα).

Συνολικά, το Angus βοδινό είναι μια θρεπτική τροφή που, εκτός της γεύσης, παρέχει σημαντικά θρεπτικά συστατικά. Σε μέτρο, μπορεί να ενταχθεί και σε υγιεινή διατροφή, ειδικά αν προτιμώνται τα πιο άπαχα κομμάτια. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι περιέχει πλήρεις πρωτεΐνες και ένα μίγμα λιπαρών που δεν είναι τόσο επιβαρυντικό όσο παλαιότερα πιστευόταν για το μοσχαρίσιο (λόγω της παρουσίας των μονοακόρεστων). Επίσης, η πυκνότητα μικροθρεπτικών (βιταμίνες/μέταλλα) στο κόκκινο κρέας Angus είναι υψηλή, καθιστώντας το μια «φυσική πολυβιταμίνη με την καλύτερη γεύση» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Certified Angus Beef.

Συστήματα Ποιοτικής Αξιολόγησης (USDA, Prime/Choice, κ.ά.)

Το κρέας Black Angus απολαμβάνει συχνά υψηλές βαθμολογίες στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης ποιότητας, λόγω των προαναφερθέντων ιδιοτήτων του (μαρμαροποίηση, τρυφερότητα κ.λπ.). Ας δούμε πώς εντάσσεται στα κυριότερα συστήματα:

  • Σύστημα USDA (ΗΠΑ): Πρόκειται για την κατηγοριοποίηση του βοδινού κρέατος σε βαθμίδες ποιότητας με βάση κυρίως τη μαρμαροποίηση και τη νεότητα του σφάγιου. Οι βαθμίδες από την υψηλότερη στην κατώτερη είναι: Prime, Choice, Select, και ακολουθούν Standard, Commercial κ.ο.κ. Το Angus κρέας έχει μεγάλη φήμη εντός αυτού του συστήματος επειδή ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό Angus σφαγίων πετυχαίνει Choice ή Prime. Συγκεκριμένα, το Prime (η κορυφαία βαθμίδα, με εξαιρετικά άφθονο μάρμαρο) αποτελεί συνήθως μόλις 2-5% της παραγωγής στις ΗΠΑ. Τα Angus, ειδικά αν είναι grain-fed, έχουν πολλαπλάσιες πιθανότητες να ενταχθούν σε αυτό το 2-5%. Η βαθμίδα Choice (πολύ καλό μάρμαρο αλλά λίγο λιγότερο από Prime) αντιστοιχεί περίπου στο κορυφαίο 30-35% των σφάγιων. Τα Angus γεμίζουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της κατηγορίας. Μάλιστα, το brand Certified Angus Beef θέτει ως ελάχιστο κριτήριο η μαρμαροποίηση να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με το κορυφαίο επίπεδο του USDA Choice, δηλαδή “Modest/Small 00” ή καλύτερη. Ουσιαστικά μόνο τα Angus που βρίσκονται στο ανώτερο ~⅓ του Choice (Upper 2/3 Choice) ή Prime περνούν ως CAB. Αυτό σημαίνει ότι το κρέας Angus που βλέπει ο καταναλωτής με σφραγίδα CAB είναι εγγυημένα εξαιρετικά μαρμαρωμένο – και πράγματι μόνο ~3 στα 10 Angus σφάγια φτάνουν εκεί. Άλλα προγράμματα όπως το Angus Reserve, Sterling Silver κ.ά. έχουν παρόμοια κριτήρια. Συμπερασματικά, στα κρεοπωλεία των ΗΠΑ, όταν δούμε “Angus Beef – USDA Prime” γνωρίζουμε ότι είναι ένα εκλεκτό κομμάτι. Ο συνδυασμός “Angus + Prime” θεωρείται κάτι σαν χρυσό πρότυπο για steakhouse.

  • Σύστημα Καναδά (AAA, AA, A): Ο Καναδάς χρησιμοποιεί γράμματα (Prime, AAA, AA, A) όπου το Canada Prime απαιτεί μαρμαροποίηση παρόμοια με USDA Prime. Το Canada AAA (τριπλό Α) αντιστοιχεί περίπου σε USDA Choice. Τα Angus πάλι κυριαρχούν στις ανώτερες βαθμίδες. Είναι ενδεικτικό ότι ερευνητικά δεδομένα έδειξαν πως με χρήση ταύρων Angus, τα ποσοστά σφαγίων που έπιασαν Canada AAA αυξήθηκαν σημαντικά, χωρίς παράλληλη αύξηση του λίπους επιφανείας (οπότε χωρίς μείωση της αποδοτικότητας). Αυτό πρακτικά βοήθησε την βιομηχανία να ανεβάσει την ποιότητα χωρίς κόστος, απλώς χρησιμοποιώντας Angus γενετική.

  • Σύστημα Ευρώπης (EUROP): Στην ΕΕ το σύστημα “EUROP” βασίζεται σε βαθμό μυϊκότητας και πάχους λίπους, όχι άμεσα σε μαρμαροποίηση. Δεν υπάρχει δηλαδή άμεσα βαθμίδα “Prime” κ.λπ. Ωστόσο, σε επίπεδο αγοράς, υπάρχουν πιστοποιήσεις φυλής (π.χ. Certified Scotch Angus Beef) και σήματα ποιότητας. Το Angus στο Ην. Βασίλειο ή Ιρλανδία συνήθως πωλείται με brand (Aberdeen Angus PGI κ.λπ.) που υπονοεί ότι είναι κορυφαίας ποιότητας. Οι ευρωπαϊκές αγορές στοχεύουν και σε ιδιωτικά συστήματα αξιολόγησης: π.χ. αλυσίδες σουπερμάρκετ έχουν το δικό τους panel που δοκιμάζει τρυφερότητα/χυμότητα – εκεί το Angus αποσπά υψηλές βαθμολογίες λόγω φυσικών προτερημάτων του. Στη Γερμανία και Γαλλία, το Angus συχνά εισάγεται ως USDA Choice/Prime Angus για την υψηλή εστίαση.

  • Σύστημα MSA (Αυστραλία): Η Αυστραλία έχει το Meat Standards Australia, όπου μετρά πολλούς παράγοντες (μαρμπλ σκορ, pH, ωρίμανση κ.λπ.) και δίνει ένα αστέρι γευστικής εμπειρίας. Τα Angus κρέατα συνήθως πετυχαίνουν υψηλότερα MSA scores ειδικά σε τρυφερότητα και γεύση. Επίσης υπάρχει η ένδειξη MB (Marbling Score) σε αριθμούς (0 έως 9). Ένα καλό grain-fed Angus μπορεί να έχει MB 3–5, ενώ Wagyu π.χ. φτάνει 9+. Στο αυστραλέζικο σύστημα, τα Angus με MB 4+ θεωρούνται ήδη premium. Πολλά Angus brand (Jack's Creek Angus, 2GR Angus κ.α.) αναγράφουν το σκορ μαρμάρου για διαφάνεια.

  • Ιαπωνικό σύστημα: Το περίφημο σύστημα Α1–Α5 εφαρμόζεται κυρίως σε Wagyu. Ωστόσο, για σύγκριση, ένα κορυφαίο Angus (US Prime) αντιστοιχεί περίπου σε BMS 6–7 της ιαπωνικής κλίμακας. Τα American Wagyu (Angus × Wagyu) κρέατα συνήθως βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο μαρμάρου. Ενδιαφέρον είναι ότι πλέον στην Ιαπωνία εισάγεται και Angus κρέας (το ονομάζουν “Aus Gyu” ή “US Gyu”) που βαθμολογείται με τη δικιά τους κλίμακα για να το κατανοούν οι ντόπιοι.

Συνολικά, η φήμη του Angus σε βαθμολογήσεις είναι η εξής: Αν δεις ένα μενού με USDA Prime – πιθανότατα είναι Angus. Αν δεις μια βιτρίνα με βαθιά μαρμαρωμένες μπριζόλες – πιθανότατα είναι Angus. Οι ενώσεις Angus διαφημίζουν ότι η φυλή “ανεβάζει τον πήχη ποιότητας” για ολόκληρο τον κλάδο. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τότε που εξαπλώθηκε η Angus, 2 στα 3 προγράμματα επώνυμου βοδινού στις ΗΠΑ είναι Angus brands – κάτι που δείχνει πώς ο όρος “Angus” ταυτίστηκε στο μυαλό των καταναλωτών με premium ποιότητα.

Φυσικά, για να είμαστε ακριβείς, Angus δεν σημαίνει αυτομάτως ποιότητα – αν ένα Angus ζώο εκτραφεί φτωχά ή σφαγεί πολύ νωρίς ή αργά, μπορεί να δώσει μέτριο κρέας. Αλλά στις περισσότερες οργανωμένες παραγωγές, το δυναμικό της φυλής αξιοποιείται πλήρως, οπότε τα αποτελέσματα στις αξιολογήσεις είναι σταθερά υψηλά. Αυτό δίνει στους παραγωγούς και εμπόρους αυτοπεποίθηση ότι με Angus στο πρόγραμμα, έχουν περισσότερες πιθανότητες να προσφέρουν στους πελάτες τους μια “Prime εμπειρία”.

Σύγκριση Black Angus με Άλλες Φυλές

Είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε το Black Angus με άλλες γνωστές φυλές βοοειδών κρεοπαραγωγής για να αναδείξουμε τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Παρακάτω εξετάζονται συνοπτικά οι διαφορές του Angus με τρεις δημοφιλείς φυλές: την Hereford, την Wagyu και την Simmental.

Angus vs Hereford

Hereford: Μια ακόμη βρετανική φυλή κρεοπαραγωγής, γνωστή για το κόκκινο χρώμα της με το χαρακτηριστικό λευκό πρόσωπο. Τα Hereford είναι διάσημα για την ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητάτους – μπορούν να βόσκουν σε φτωχά λιβάδια και σκληρά κλίματα, διατηρώντας καλή υγεία και αναπαραγωγή. Σε σύγκριση με τα Angus, τα Hereford έχουν λίγο μεγαλύτερο πλαίσιο σώματος και παραδοσιακά λίγο πιο άπαχο κρέας. Η μαρμαροποίηση τους θεωρείται καλή, αλλά όχι τόσο έντονη όσο των Angus. Η υφή του κρέατος Hereford είναι εξαιρετική (λεπτόκοκκη μυϊκή δομή), και η γεύση του ήπια και γλυκιά – χαρακτηρίζεται μάλιστα ως “milder flavor” σε σχέση με το Angus. Αυτό σημαίνει ότι το Hereford βοδινό είναι ελαφρώς πιο ήπιο και με λιγότερο έντονη λιπαρή επίγευση. Ορισμένοι το προτιμούν για άπαχα κομμάτια και παρασκευές όπως corned beef. Από άποψη τρυφερότητας, το Hereford κρέας είναι πολύ τρυφερό, αν και μια μελέτη της Hereford Association έδειξε ότι ενώ 65% των Hereford σφαγίων έπιασαν Choice+, το αντίστοιχο για Angus/Red Angus ήταν 88-90%, κάτι που ίσως σχετίζεται και με διαφορές στην τρυφερότητα (με τα Angus ελαφρώς να υπερέχουν).

Ένα σημαντικό σημείο είναι ότι οι δύο φυλές συμπληρώνουν η μια την άλλη. Γι’ αυτό και ο σταυρός Angus × Hereford (γνωστός ως “Black Baldy” όταν η μητέρα είναι Hereford) είναι περιζήτητος: συνδυάζει την μαρμαροποίηση και τρυφερότητα του Angus με την γρηγορότερη ανάπτυξη και αντοχή του Hereford. Τα Black Baldies έχουν εξαιρετική αποδοτικότητα και δίνουν υψηλής ποιότητας κρέας, κάτι που οι κτηνοτρόφοι γνωρίζουν επί δεκαετίες.

Συμπερασματικά: Το Angus υπερτερεί στη μαρμαρότητα και στο ότι είναι λίγο πιο πλούσιο σε γεύση και ζουμερότητα, ενώ το Hereford είναι λίγο πιο άπαχο και εξίσου τρυφερό, με ηπιότερη γεύση. Και οι δύο φυλές θεωρούνται αρίστης ποιότητας βόειο, με τους σταυρούς τους να συνδυάζουν το καλύτερο και των δύο κόσμων.

Angus vs Wagyu

Wagyu: Η διάσημη ιαπωνική ομάδα φυλών (π.χ. Japanese Black, Japanese Brown) που παράγουν το περιώνυμο Kobe beef και άλλα. Εδώ η σύγκριση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το Wagyu είναι ίσως η μόνη φυλή που ξεπερνά το Angus στη μαρμαροποίηση. Το Wagyu βοδινό μπορεί να έχει ακραία υψηλά επίπεδα ενδομυϊκού λίπους, συχνά διπλάσια ή τριπλάσια από του Angus. Μια μπριζόλα Wagyu A5 μοιάζει σχεδόν περισσότερο άσπρη (λίπος) παρά κόκκινη (μυς). Αυτό δίνει στο Wagyu κρέας μια απαράμιλλη τρυφερότητα και “βουτυρένια” υφή, τόσο που κυριολεκτικά λιώνει στο στόμα όπως το φουαγκρά. Η γεύση του Wagyu είναι πολύ πλούσια, σχεδόν γλυκιά και πολύβουτη, σε σημείο που κάποιους καταναλωτές τους χορταίνει γρήγορα – συνήθως καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες. Επιπλέον, το λίπος Wagyu έχει διαφορετική σύσταση: λιώνει σε χαμηλότερη θερμοκρασία, γύρω στους 25°C, ενώ του Angus λιώνει ~35°C. Αυτό συνεισφέρει σε αυτή την μοναδική “mouthfeel” του Wagyu. Από άποψη θηραύρωσης, λόγω του πολύ λίπους, το Wagyu είναι σχεδόν αδύνατον να βγει σκληρό – αρκεί ένα ελαφρύ ψήσιμο για να είναι τέλειο.

Πώς συγκρίνεται λοιπόν το Angus; Το Angus έχει λιγότερο μαρμάρωμα (αν και υψηλό σε σχέση με άλλες φυλές), άρα η υφή του είναι πιο στέρεη και η γεύση του πιο “κρεατένια” σε σύγκριση με το υπερ-πλούσιο Wagyu. Μια Angus μπριζόλα έχει περισσότερο “δάγκωμα” (chew) από το Wagyu που είναι σχεδόν σαν πάτε. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό: πολλοί παραδοσιακοί steak-lovers προτιμούν το Angus ακριβώς γιατί “έχει ακόμα την αίσθηση της μπριζόλας” όταν την μασάς, ενώ το Wagyu το χαρακτηρίζουν σχεδόν σαν επιδόρπιο λόγω της λιπαρότητας.

Γευστικά, το Angus είναι έντονα βοδινό και ισορροπημένο, ενώ το Wagyu έχει επίγευση βουτύρου και ξηρών καρπών. Το Wagyu κερδίζει αναμφίβολα στην τρυφερότητα και στην πολυτέλεια. Όμως, από πρακτικής πλευράς, είναι και πολύ ακριβότερο στην παραγωγή και σπάνιο εκτός Ιαπωνίας. Γι’ αυτό προέκυψε ένας συμβιβασμός: το American Wagyu ή Wagyu Cross, όπου σταυρώνουν Wagyu με Angus. Αυτό δίνει ζώα που έχουν περισσότερο μάρμαρο από το καθαρόαιμο Angus, αλλά λιγότερο από το πλήρες Wagyu, με σκοπό να προσφέρουν μια εμπειρία ενδιάμεση – ακόμα πλούσια και τρυφερή, αλλά και λίγο πιο κοντά στη “μπριζολίσια” υφή. Η American Wagyu μπριζόλα πράγματι έχει μαρμαροποίηση που ξεπερνά κατά τι το Angus, αλλά δεν φτάνει τα ύψη του Wagyu – π.χ. μπορεί να έχει BMS 6 αντί για 10+. Είναι ωστόσο ένα premium προϊόν που τιμάται πολύ ακριβά.

Εν συνόλω: το Wagyu είναι ακραία μαρμαρωμένο, υπερ-τρυφερό και λιπαρό, το Angus είναι πολύ μαρμαρωμένο, τρυφερό αλλά με περισσότερη “σάρκα”. Αν το Wagyu είναι η σαμπάνια του βοδινού, το Angus είναι το εκλεκτό κόκκινο κρασί – καθένα με το φανατικό κοινό του. Δεν είναι τυχαίο που στα καλύτερα steakhouse συχνά προσφέρουν και τα δύο: Angus για μια κλασική ζουμερή μπριζόλα, Wagyu για μια μικρή γευστική υπερβολή. Από πλευράς παραγωγού, το Angus είναι πολύ αποδοτικότερο (ευκολότερη εκτροφή, λιγότερες απαιτήσεις) ενώ το Wagyu απαιτεί ειδικές πρακτικές (μακρύτερη πάχυνση, συγκεκριμένες διατροφές, ενίοτε μπίρες και μασάζ όπως οι θρύλοι λένε). Τελικά, η μοναδική υπεροχή του Wagyu στη μαρμαρότητα κρατά τον τίτλο του πλουσιότερου κρέατος, αλλά το Angus κρατά τον τίτλο του “πιο δημοφιλούς premium”λόγω της ευρείας διάδοσης και της εξαιρετικής ποιότητας του χωρίς τόσο μεγάλη τιμή.

Angus vs Simmental

Simmental: Μια μεγάλη ηπειρωτική ευρωπαϊκή φυλή με καταγωγή από την Ελβετία, γνωστή και ως Fleckvieh στη Γερμανία. Τα Simmental είναι διπλής χρήσης (κρέας και γάλα) σε αρκετές χώρες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι τόσο εξειδικευμένα μόνο για κρέας όπως το Angus. Ωστόσο, παράγουν πολύ μεγάλου μεγέθους σφάγια με καλή μυϊκή ανάπτυξη. Το κρέας Simmental τείνει να είναι άπαχοτερο με λιγότερη μαρμαροποίησηαπό του Angus. Έχει όμως ένα καλό ισοζύγιο άλιπου και λιπαρού – υπάρχει αρκετό λίπος για να μην είναι στεγνό, αλλά όχι όσο του Angus ή Wagyu. Θα το χαρακτηρίζαμε ως κρέας με μέτρια μαρμάρωση και υψηλή καθαρή απόδοση μυών. Αυτό το κάνει δημοφιλές σε όσους θέλουν μια πιο άπαχη μπριζόλα που παραμένει τρυφερή.

Η υφή του Simmental είναι πράγματι πολύ τρυφερή – αρκετές αξιολογήσεις καταναλωτών δείχνουν ότι δεν υστερεί σημαντικά έναντι του Angus στην τρυφερότητα, όταν τα ζώα έχουν μεγαλώσει για κρέας. Επειδή όμως η φυλή είναι διπλής χρήσης, αν προέρχεται από αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, το κρέας μπορεί να είναι από μεγαλύτερα ζώα και λίγο πιο σκληρό. Σε εξειδικευμένα εκτροφεία Simmental για κρέας, επιτυγχάνουν πολύ καλή ποιότητα – στην Αυστρία π.χ. το “Kalbin (δειγματοληπτικό Simmental)” θεωρείται gourmet. Η γεύση του Simmental είναι πλούσια αλλά πιο “καθαρή” από του Angus. Συχνά περιγράφεται ως εύγευστο αλλά όχι βαρύ, που σημαίνει ότι έχει αρκετό umami χωρίς την έντονη λιπαρή επίγευση. Αυτό το κάνει ευέλικτο κρέας – απευθύνεται και σε πιο “health-conscious” κοινό που θέλει γεύση με λιγότερο λίπος.

Ένα σημείο είναι ότι ως φυλή μεγαλύτερου πλαισίου, το Simmental αποδίδει μεγάλα κομμάτια κρέατος, κάτι που βολεύει τη βιομηχανία (π.χ. μεγαλύτερες μπριζόλες). Αλλά ως dual-purpose, δεν έχει επιλεγεί γενετικά τόσο επιθετικά για ποιότητα κρέατος όσο το Angus. Εάν όμως τα Simmental εκτραφούν ειδικά για πάχυνση (χωρίς άρμεγμα), μπορούν να δώσουν κρέας “σχεδόν τόσο τρυφερό όσο του Angus” με μια ελαφρώς πιο άπαχη σύνθεση. Κάποιοι καταναλωτές προτιμούν αυτή την ισορροπία: αισθάνονται ότι παίρνουν μεγάλη μπριζόλα, με ικανοποιητική τρυφερότητα και γεύση, χωρίς τόσο πολύ λίπος εντός.

Συνολικά: Το Angus υπερτερεί στη μαρμαροποίηση και την εξειδίκευση – είναι η κατ’ εξοχήν φυλή για ανώτατη ποιότητα κρέατος. Το Simmental υπερτερεί στη μέγεθος απόδοση και πολυχρηστικότητα – δίνει μεγάλα σφάγια, είναι ανθεκτικό και εκμεταλλεύσιμο και για γάλα. Σε επίπεδο κρέατος, το Angus δίνει την “premium εμπειρία” της πολύ ζουμερής μπριζόλας, ενώ το Simmental δίνει μια “άπαχη gourmet εμπειρία” – τρυφερό, νόστιμο, αλλά όχι τόσο λιπαρό. Και τα δύο μπορούν να σταθούν σε ένα καλό τραπέζι, όμως το Angus συνήθως θα κερδίσει τον σκληροπυρηνικό steak lover, ενώ το Simmental μπορεί να κερδίσει κάποιον που αναζητά λίγο πιο ελαφριά επιλογή χωρίς συμβιβασμό στην τρυφερότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά εστιατόρια προσφέρονται πιάτα “Angus” και “Simmental” ξεχωριστά, ως δύο διαφορετικές προτάσεις βοδινού.

(Στον πίνακα που ακολουθεί συνοψίζονται εν συντομία ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά σύγκρισης μεταξύ των φυλών):

Φυλή Προέλευση Κύρια Χαρακτηριστικά Κρέας – Ποιότητα
Black Angus Σκωτία (παγκόσμια εξάπλωση) Πολύ δημοφιλής, μαύρο χρώμα, χωρίς κέρατα, ανθεκτική & πρώιμη ωρίμανση Υψηλή μαρμαροποίηση, πολύ ζουμερό & τρυφερό κρέας, πλούσια “beefy” γεύση – σημείο αναφοράς για ποιότητα
Hereford Αγγλία Κόκκινο σώμα με λευκό πρόσωπο, πολύ ανθεκτικό σε κλίματα, εύκολοι τοκετοί Καλή μαρμαροποίηση αλλά < Angus, λεπτόκοκκο και τρυφερό κρέας. Γεύση ήπια, λίγο πιο άπαχο & πιο ήπιας έντασης από Angus. Συχνά σταυρώνεται με Angus για ιδανικό συνδυασμό.
Wagyu Ιαπωνία Πολύ λεπτή κατασκευή, γενετική προδιάθεση για ακραίο λίπος(πολυτέλεια) Εξαιρετικά υψηλή μαρμαροποίηση (υπέρτερη του Angus), κρέας που λιώνει στο στόμα, βουτυράτη, πλούσια γεύση. Το πιο τρυφερό αλλά πολύ λιπαρό – συχνά καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες. Angus υστερεί σε λίπος αλλά έχει πιο “κρεατένια” υφή.
Simmental Ελβετία (Ευρώπη) Διπλής χρήσης (κρέας & γάλα), μεγάλο σώμα με κόκκινες-λευκές κηλίδες, προσαρμόσιμο Ισορροπημένο κρέας: λιγότερο μαρμαρωμένο από Angus, αλλά σχεδόν ίδια τρυφερότητα όταν εκτραφεί για κρέας. Γεύση νόστιμη αλλά πιο ήπια λιπαρή, πιο άπαχο προφίλ – ελκυστικό για όσους θέλουν τρυφερό κρέας με λιγότερο λίπος.

(Βάσει των παραπάνω, φαίνεται ότι το Black Angus συνδυάζει σε μεγάλο βαθμό τα θετικά – υψηλή ποιότητα κρέατος και σχετική ευκολία εκτροφής – και γι’ αυτό έχει επικρατήσει ως η πιο αναγνωρίσιμη premium φυλή παγκοσμίως.)

Παραδείγματα Σημαντικών Φαρμών και Εταιρειών Black Angus

Πολλές φάρμες, εταιρείες και προγράμματα έχουν αφιερωθεί στην παραγωγή και προώθηση του ποιοτικού Angus βοδινού κρέατος. Μερικά αξιοσημείωτα παραδείγματα που αναγνωρίζονται διεθνώς είναι:

  • Creekstone Farms (ΗΠΑ): Μια από τις πλέον φημισμένες εταιρείες premium βοδινού στις ΗΠΑ, με έμφαση αποκλειστικά στο Black Angus. Ξεκίνησε το 1995 από έναν εκτροφέα καθαρόαιμων Angus στο Κεντάκι και γρήγορα εξελίχθηκε σε ολοκληρωμένη επιχείρηση με ιδιόκτητο εργοστάσιο επεξεργασίας στο Κάνσας. Η Creekstone είναι γνωστή για τα προϊόντα “Premium Black Angus Beef”, τα οποία προέρχονται από 100% πιστοποιημένα Angus ζώα, εκτραφόμενα χωρίς ορμόνες και με προσεγμένη διατροφή. Ήταν πρωτοπόρος στην εφαρμογή αυστηρών προγραμμάτων υγείας (π.χ. ήταν από τους πρώτους που ζήτησαν 100% έλεγχο για ΣΕΒ στα ζώα τους) και εστίασε στις αγορές εξαγωγών υψηλής ποιότητας όπως η Ιαπωνία. Τα προϊόντα της Creekstone έχουν κερδίσει φήμη για εξαιρετική συνέπεια σε τρυφερότητα και γεύση – πολλά εστιατόρια steakhouse τα προμηθεύονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία ξεκίνησε ως καθαρόαιμη φάρμα Angus και στη συνέχεια επεκτάθηκε στην καθετοποίηση για να ελέγχει πλήρως την ποιότητα μέχρι το πιάτο του καταναλωτή. Σήμερα ανήκει στην ιαπωνική Marubeni, αλλά οι αξίες ποιότητας παραμένουν. Το όνομα “Creekstone Black Angus” φέρει κύρος στον κόσμο του κρέατος.

  • 2GR (Αυστραλία): Πρόκειται για ένα εξαιρετικά υψηλής ποιότητας brand που ανήκει στην Hancock Agriculture (ένα από τα μεγαλύτερα αγροτικά συγκροτήματα στην Αυστραλία, ιδιοκτησίας Gina Rinehart). Το 2GR αρχικά επικεντρώθηκε στο Wagyu, ωστόσο παράγει και μοσχάρι Angus υπό τις ίδιες αυστηρές συνθήκες. Το πρόγραμμα 2GR είναι κάθετα ολοκληρωμένο – από την εκτροφή των ζώων ως τη συσκευασία κρέατος – με έμφαση στην ιχνηλασιμότητα, την ευζωία και την ποιότητα. Το μότο τους είναι “happy healthy cattle are the best cattle”, και εφαρμόζουν πρακτικές όπως διατροφή χωρίς τεχνητά πρόσθετα (τα μοσχάρια μεγαλώνουν με μητρικό γάλα και φρέσκο γρασίδι) και μετά μακροχρόνια πάχυνση σε εξειδικευμένα feedlots για εξαιρετικό μαρμάρισμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα προϊόντα τους συνοδεύονται από tags με όλες τις πληροφορίες (βοο για ιχνηλασιμότητα). Το 2GR Wagyu κρέας έχει σκορ μαρμάρωσης 9+ και θεωρείται από τα καλύτερα της αγοράς. Αντίστοιχα, το 2GR Angus κρέας αντιπροσωπεύει την κορυφαία ποιότητα Angus από την Αυστραλία, θέτοντας πρότυπα στο agribusiness της χώρας. Η παρουσία τόσο Wagyu όσο και Angus υπό το ίδιο brand δείχνει την φιλοσοφία τους: συνδυασμός παράδοσης (επιλογή κορυφαίων φυλών) και νεωτερισμού (σύγχρονες πρακτικές εκτροφής)για παραγωγή πολυτελούς βοδινού.

  • Certified Angus Beef (Πρόγραμμα – ΗΠΑ/Καναδάς): Αν και δεν είναι φάρμα, αξίζει να συμπεριληφθεί λόγω της μεγάλης σημασίας του. Το CAB ιδρύθηκε το 1978 από την American Angus Association και ήταν το πρώτο branded beef πρόγραμμα στον κόσμο. Ο σκοπός του ήταν να ξεχωρίσει το υψηλής ποιότητας Angus κρέας από το απλό, θέτοντας 10 αυστηρές προδιαγραφές ποιότητας που πρέπει να πληρούνται για να φέρει το σήμα. Αυτές περιλαμβάνουν: Angus εμφάνιση (μαύρο τρίχωμα), ελάχιστο βαθμό μαρμαροποίησης (τουλάχιστον Modest, δηλ. upper Choice), νέα ηλικία (Α maturity), κατάλληλο μέγεθος και μυϊκή δομή, σφάγιο χωρίς ελαττώματα ποιότητας κ.ά. Μόνο ~30% των Angus σφαγίων καταφέρνουν να λάβουν το σήμα CAB, γεγονός που το καθιστά πραγματικά εγγύηση υψηλής ποιότητας. Το CAB συνεργάζεται με εκατοντάδες αγρότες, σφαγεία, διανομείς και εστιατόρια για την προώθηση του premium Angus. Στην Β. Αμερική, το σήμα του CAB (με το κεφάλι Angus) είναι ευρέως αναγνωρίσιμο από τους καταναλωτές. Ως παράδειγμα επιτυχίας, σήμερα πωλούνται πάνω από 1.5 δισεκατομμύρια μερίδες Certified Angus Beef το χρόνο παγκοσμίως. Είναι ενδιαφέρον ότι το CAB παραμένει ιδιοκτησία των κτηνοτρόφων Angus (American Angus Association), κάτι που του δίνει μια αυθεντικότητα. Επίσης, έχει επεκταθεί σε υπο-προγράμματα (CAB Prime, CAB Natural, CAB Grass-Fed κ.λπ.). Το impact του CAB ήταν να “ανεβάσει τον πήχη” σε όλη τη βιομηχανία: από τότε που δημιουργήθηκε, σχεδόν κάθε άλλη φυλή προσπαθεί να κάνει ανάλογα brands (Certified Hereford Beef, etc.), αλλά το CAB κρατά την πρωτοκαθεδρία.

Άλλα αξιοσημείωτα παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν περιλαμβάνουν: Allen Brothers(διάσημος προμηθευτής steakhouse που ειδικεύεται σε USDA Prime Angus), Snake River Farms (γνωστή για American Wagyu αλλά και υψηλής ποιότητας Angus), Creekstone Farms (που αναλύθηκε), καθώς και φάρμες όπως η Grove Farm (Σκωτία) που διατηρούν την παραδοσιακή εκτροφή Aberdeen Angus χορηγώντας σε τοπικές αγορές.

Στην Ελλάδα, αν και η εκτροφή Angus δεν είναι (ακόμα) εκτεταμένη, υπάρχουν εισαγωγείς και premium κρεοπωλεία που φέρνουν Angus Αμερικής, Αργεντινής, Ουρουγουάης, Αυστραλίας κ.λπ. Μερικά ονόματα στον χώρο εστίασης και εμπορίου, προωθούν το Angus ως κορυφαίο προϊόν, αναφέροντας συχνά τις παραπάνω χώρες ως προέλευση. Αυτό δείχνει ότι το brand “Angus” είναι ισχυρό και αναγνωρίσιμο και στην ελληνική αγορά.


Επίλογος: Το Black Angus έχει καθιερωθεί ως συνώνυμο της κορυφαίας ποιότητας στο μοσχαρίσιο κρέας. Μέσα από την ιστορική του διαδρομή – από τα βοσκοτόπια της Σκωτίας έως τα ράντσα της Αμερικής και τις Pampas της Αργεντινής – το Angus απέδειξε ότι μια προσεκτικά επιλεγμένη φυλή, σε συνδυασμό με σωστές εκτροφικές πρακτικές, μπορεί να προσφέρει μια ασύγκριτη γαστρονομική εμπειρία. Οι χώρες εκτροφής βρήκαν στο Angus έναν πολύτιμο “σύμμαχο” για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση για εκλεκτό βοδινό, προσαρμόζοντας την εκτροφή του στις τοπικές συνθήκες. Οι εκτροφικές προδιαγραφές – από τη γενετική καθαρότητα μέχρι την ωρίμανση του κρέατος – έχουν βελτιστοποιηθεί για τη φυλή αυτή, αναδεικνύοντας τα προτερήματά της. Οι ιδιότητες του κρέατος Angus (μαρμαροποίηση, γεύση, τρυφερότητα) θέτουν τον πήχη για κάθε συγκρίσιμη φυλή, και τα συστήματα αξιολόγησης επιβεβαιώνουν συνεχώς την ανωτερότητά του. Τέλος, μέσα από τα παραδείγματα φαρμών και εταιρειών, βλέπουμε πώς το Angus έχει γίνει η βάση για επιχειρηματική καινοτομία στην κρεατοπαραγωγή – από το τοπικό branding (Certified Angus) μέχρι το διεθνές εμπόριο πολυτελείας (2GR, Creekstone).

Το Black Angus, με δυο λόγια, είναι η ράτσα που παντρεύει τη φύση με τη γεύση. Η φήμη του δεν είναι απλώς προϊόν μάρκετινγκ, αλλά ουσίας: όταν ο καταναλωτής κόβει μια καλοσχεδιασμένη μπριζόλα Angus, βλέπει τα λεπτά “νερά” λίπους, μυρίζει το πλούσιο άρωμα, και με το πρώτο μπουκιά αντιλαμβάνεται την τρυφερότητα – καταλαβαίνει γιατί το Angus θεωρείται “το καλύτερο μοσχάρι στον κόσμο”. Και ενώ η γαστρονομία πάντα εξελίσσεται, το Angus φαίνεται πως θα κρατά τα πρωτεία για πολλά χρόνια ακόμη, ως το πρότυπο με το οποίο θα συγκρίνεται κάθε νέο trend στο βοδινό κρέας.